αβόσκητος

αβόσκητος
η, р [ος, ον], άβρσκος, η , ο
1) невыпасенный (о луге); 2) не выгнанный на пастбище (о скоте)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αβόσκητος" в других словарях:

  • ἀβόσκητος — pastureless masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αβόσκητος — η, ο (Α ἀβόσκητος, ον) [βόσκω] νεοελλ. 1. (για τόπο) αυτός που δεν βοσκήθηκε 2. (για ζώα) αυτός που δεν βόσκησε αρχ. (για τόπο) αυτός που δεν έχει βοσκή …   Dictionary of Greek

  • αβόσκητος — η, ο 1. (για τόπους), εκείνος που δε βοσκήθηκε: Το λιβάδιήταν αβόσκητο. 2. (για ζώα), εκείνος που δε βόσκησε: Τη μέρα εκείνη τα πρόβατα έμειναν αβόσκητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀβόσκητον — ἀβόσκητος pastureless masc/fem acc sg ἀβόσκητος pastureless neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβοσκήτων — ἀβόσκητος pastureless masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»